- μετωνυμίᾳ
- μετωνυμίᾱͅ , μετωνυμίαchange of namefem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μετωνυμία — μετωνυμίᾱ , μετωνυμία change of name fem nom/voc/acc dual μετωνυμίᾱ , μετωνυμία change of name fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετωνυμία — Η χρησιμοποίηση ενός ονόματος στη θέση ενός άλλου. Πρόκειται για λεκτικό τρόπο, στα πλαίσια του οποίου χρησιμοποιείται μια λέξη για να αποδοθεί πιο παραστατικά η δηλούμενη έννοια (για παράδειγμα, ο ήλιος είναι η πηγή της ζωής). Ως μ. θεωρείται… … Dictionary of Greek
μετωνυμία — η σχήμα λόγου, όπου χρησιμοποιούμε άλλη λέξη απ αυτήν που έχει κυριολεκτική σημασία, λέμε π.χ., «κεραμίδι», αντί σπίτι: Η έκφραση «δεν έχει κεραμίδι να βάλει το κεφάλι του» είναι μετωνυμία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μετωνυμίας — μετωνυμίᾱς , μετωνυμία change of name fem acc pl μετωνυμίᾱς , μετωνυμία change of name fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετωνυμίαι — μετωνυμίᾱͅ , μετωνυμία change of name fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετωνυμίαν — μετωνυμίᾱν , μετωνυμία change of name fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετωνυμίαις — μετωνυμία change of name fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετωνυμίην — μετωνυμία change of name fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετωνυμικός — ή, ό (ΑΜ μετωνυμικός, ή, όν) [μετώνυμος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μετωνυμία. επίρρ... μετωνυμικώς και ά (Α μετωνυμικῶς) με μετωνυμικό τρόπο, με μετωνυμία … Dictionary of Greek
Metonymy — or Metronomy ( /mɨˈt … Wikipedia